διακλάσεις

διακλάσεις
Ρωγμές διαφόρου μεγέθους –από μερικά μέτρα έως μερικές εκατοντάδες μέτρων– που διασχίζουν τα πετρώματα και αποτελούν στοιχειώδη συνέπεια των ορεογενετικών κινήσεων σε αυτά. Από τον προσανατολισμό και την κλίση των δ. μπορεί να προκύψουν συμπεράσματα για τη γενική τεκτονική και τη διεύθυνση των ωθήσεων που επέδρασαν πάνω στα πετρώματα. Οι δ. διαφέρουν από τα ρήγματα, γιατί δεν παρουσιάζουν διαφορά επιφανειών (άλμα ρήγματος). Όταν σε ένα πέτρωμα υπάρχουν περισσότερα συστήματα δ. που διασταυρώνονται μεταξύ τους, διαιρούν πολλές φορές το πέτρωμα σε κανονικά παραλληλεπίπεδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δ. δεν είναι ορατές, αποκαλύπτονται όμως χάρη σε μια ιδιάζουσα διαιρετότητα που παρουσιάζει το πέτρωμα. Αυτή μπορεί να οφείλεται είτε στην απόθεση ουσιών, οι οποίες είναι διαλυμένες στο νερό που κυκλοφορεί μέσα στις δ. –που δημιουργεί έτσι φλέβες ασβεστίτη, χαλαζία κλπ.– είτε στην απόθεση νέων ιζημάτων που τις γεμίζουν, προσδίδοντάς τους όψη δικτυωτών ταινιών. Με την ενέργεια των ατμοσφαιρικών παραγόντων (νερό, αέρας κλπ.), οι δ. διευρύνονται περαιτέρω, κυρίως στα ασβεστολιθικά πετρώματα, απελευθερώνοντας έτσι την κυκλοφορία του νερού, με συνέπεια τη δημιουργία καρστικών φαινομένων και την εμφάνιση πηγών. Όταν οι δ. είναι ευρύχωρες και συνεχόμενες, διευκολύνουν επίσης τη μετανάστευση των πετρελαίων μακριά από τον τόπο γένεσής τους, καθώς επίσης και την εξόρυξη πετρωμάτων (λατομεία) και τη διάνοιξη σηράγγων και υπόγειων στοών. Διακλάσεις που οφείλονται σε μηχανικές δυνάμεις πάνω σε ένα ασβεστολιθικό πέτρωμα. Οι διακλάσεις αυτές αποκαλύπτονται χάρη στον ασβεστίτη που αποτίθεται σε αυτές, καθώς το νερό κυκλοφορεί στις ρωγμές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακλάσεις — διάκλασις breaking up fem nom/voc pl (attic epic) διάκλασις breaking up fem nom/acc pl (attic) διακλά̱σεις , διακλάω break in twain aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) διακλά̱σεις , διακλάω break in twain fut ind act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • λιθοκλάσεις — Ρωγμές που διασχίζουν τα πετρώματα του γήινου φλοιού, κατά μήκος των οποίων δεν υπάρχει ρεύμα νερού. Οι λ. διακρίνονται σε λεπτοκλάσεις, όταν έχουν μικρές διαστάσεις (έως 1 μ.), και σε διακλάσεις, όταν έχουν μεγάλες διαστάσεις και μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”